- νορβηγικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νορβηγία ή στους Νορβηγούς2. φρ. α) «Νορβηγική θάλασσα» — τμήμα τού βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού ανατολικά τής Νορβηγίαςβ) «νορβηγική ψώρα»ιατρ. τύπος ψώρας, με γενίκευση τών δερματικών αλλοιώσεων σε άτομα που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή από σοβαρό νόσημα ή υποσιτισμό.
Dictionary of Greek. 2013.