νορβηγικός

νορβηγικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νορβηγία ή στους Νορβηγούς
2. φρ. α) «Νορβηγική θάλασσα» — τμήμα τού βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού ανατολικά τής Νορβηγίας
β) «νορβηγική ψώρα»
ιατρ. τύπος ψώρας, με γενίκευση τών δερματικών αλλοιώσεων σε άτομα που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή από σοβαρό νόσημα ή υποσιτισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • καλκάνι ή ρόμβος — Τελεόστεα ψάρια της οικογένειας των βοθιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστικό ρομβοειδές και επίπεδο σχήμα. Σχεδόν όλα τα ψάρια της ομάδας χρησιμοποιούν μόνο το μάτι που βρίσκεται από τη μία πλευρά του σώματος (αριστερή), το χρώμα της οποίας μοιάζει …   Dictionary of Greek

  • καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… …   Dictionary of Greek

  • Νιούπορτ — I (Newport). Πόλη (115.600 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Μονμαουθσάιρ. Βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ασκ. Τελευταία παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στους γαιάνθρακες της Ν. Ουαλίας. Είναι πόλη με άριστη ρυμοτομία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”